- γλυκοζαμίνη
- Ένα από τα ευρέως διαδεδομένα αμινοσάκχαρα στη φύση, παράγωγο της γλυκόζης. Η ελεύθερη γ. κρυσταλλώνεται εύκολα, διαλύεται στο νερό, ανάγει ιόντα μετάλλων (Cu+, Ag+ κ.ά.) και αποτελεί συστατικό μέρος των γλυκοπρωτεϊνών, των βλεννοπολυσακχαριτών και της χιτίνης. Παρασκευάζεται με υδρόλυση της χιτίνης των εντόμων και των καρκινοειδών, της βλέννας του σάλιου ή διαφόρων βλεννοειδών ουσιών των συνδετικών ιστών. Η γ. λέγεται επίσης και χιτοζαμίνη. Η γ. χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας, ενώ ο οργανισμός τη χρησιμοποιεί για τη σύνθεση του συνδετικού ιστού και των χόνδρων.
Dictionary of Greek. 2013.